- εκθεώμαι
- ἐκθεῶμαι (-άομαι) (Α)1. παρατηρώ, παρακολουθώ από την αρχή ώς το τέλος2. γίνομαι ορατός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β … Dictionary of Greek